Αναζήτηση / Search

  

 

'καθετήρας'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : καθετήρας
Αγγλικά : catheter


Α. καθετήρας

Σημασία : λεπτός σωλήνας, συνήθ. από λάστιχο, που τον εισάγουν σε φυσική κοιλότητα ή σε φυσικό ή τεχνητό πόρο του σώματος, για να διευκολύνουν την κένωσή τους ή για να παροχετεύσουν κάποια ουσία για θεραπευτικούς ή διαγνωστικούς σκοπούς: Oυρεί με καθετήρα.

Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. καθετήρ, αιτ. -ῆρα

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

κεντρικός φλεβικός καθετήρας, κεντρικός καθετήραςουροκαθετήρας, καθετήρας της ουροδόχου κύστηςπεριτοναϊκός καθετήραςπεριφερικός φλεβικός καθετήραςπλαστικός καθετήραςρινογαστρικός καθετήρας, ρινογαστρικός σωλήναςφλεβικός καθετήρας, ενδοφλέβιος καθετήρας



Σχετικά κείμενα

13 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.78 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία