'προσαγωγός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : προσαγωγός
Αγγλικά : adducent
Α. προσαγωγός -ός -ό
Σημασία : (ανατ.) 1. χαρακτηρισμός ανατομικών στοιχείων που η λειτουργία τους ασκείται από την περιφέρεια προς το κέντρο ενός οργάνου: Προσαγωγά αρτηρίδια. 2. χαρακτηρισμός μυών: Προσαγωγοί μύες, τρεις ισχυροί μύες του μηρού. || (ως ουσ.) ο προσαγωγός, ο προσαγωγός μυς: Mακρός / βραχύς / μέγας ~.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. προσαγωγός `ελκυστικός΄ σημδ. γαλλ. adducteur
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Σχετικά κείμενα
1 αποτέλεσμα βρέθηκε
Χρόνος αναζήτησης : 1.37 δευτερόλεπτα