'bypass'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : παράκαμψη
Αγγλικά : bypass
Α. παράκαμψη
Σημασία : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παρακάμπτω. 1. προσπέραση, αποφυγή (ενός εμποδίου, τμήματος δρόμου, τόπου κτλ.) με κατάλληλες κινήσεις: Aνοίχτηκε ένας δρόμος για την ~ του βουνού. Mε την περιφερειακή οδό επιτεύχθηκε η ~ του κέντρου της πόλης. || ο παρακαμπτήριος δρόμος, ο τόπος όπου αυτός βρίσκεται: H σύγκρουση των αυτοκινήτων έγινε λίγο μετά την ~. 2. (μτφ.) αποφυγή με κατάλληλο τρόπο, με επιδέξιο χειρισμό ενός εμποδίου, μιας δυσκολίας, ενός προβλήματος: Oι συζητήσεις αποσκοπούν στην ~ των δυσκολιών / των προβλημάτων.
Ετυμολογία : λόγ. παρακάμπ(τω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. déviation
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αορτοστεφανιαία παράκαμψη
γαστρική παράκαμψη
εντερική παράκαμψη, παράκαμψη του εντέρου
καρδιοπνευμονική παράκαμψη
κυστεοαμνιακή παράκαμψη
νηστιδοειλεϊκή παράκαμψη
Σχετικά κείμενα
6 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.42 δευτερόλεπτα