'αναπαραγωγικό όργανο'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αναπαραγωγική ηλικία
Αγγλικά : reproductive age
Α. ανόργανος -η -ο
Σημασία : (χημ.) που δεν προέρχεται από ζωική ή φυτική ύλη. ANT οργανικός: Aνόργανη φύση. Aνόργανα στοιχεία / σώματα. || Aνόργανη χημεία, ο ένας από τους δύο μεγάλους κλάδους της χημείας, ο οποίος μελετά όλα τα χημικά στοιχεία εκτός από τον άνθρακα και τις ενώσεις του.
Ετυμολογία : λόγ. αν- (δες α- 1) οργαν(ικός)1β -ος μτφρδ. αγγλ. inorganic
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ανόργανος/inorganic
Σχετικά κείμενα
7 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.79 δευτερόλεπτα