'έκτοπος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : έκτοπος
Αγγλικά : ectopic
Α. έκτοπος -η / -ος -ο
Σημασία : (ιατρ.) για όργανο, ιστό κτλ. που δε βρίσκεται ή δεν αναπτύσσεται στη φυσιολογική του θέση: ~ θυρεοειδής / αδένας. || Έκτοπη κύηση, εξωμήτρια.
Ετυμολογία : λόγ. < νλατ. ectop(ia) -ος < αρχ. ἔκτοπος `που βρίσκεται μακριά, ξένος΄
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
έκτοπη κορτικοτροπίνη
έκτοπη κύηση, εξωμήτρια κύηση
έκτοπος νεφρός
έκτοπος όρχις
Σχετικά κείμενα
18 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.03 δευτερόλεπτα