'έμμεσος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : έμμεσος
Αγγλικά : indirect
Α. έμμεσος -η -ο
Σημασία : που γίνεται ή υπάρχει με τη μεσολάβηση άλλου (προσώπου ή πράγματος) ή με τρόπο πλάγιο. ANT άμεσος: ~ τρόπος, πλάγιος. Mας υπέδειξε με έμμεσο τρόπο τι πρέπει να κάνουμε. Έμμεσες αλλά σαφείς αναφορές. Έμμεσες πληροφορίες. Έμμεση ευθύνη. Έμμεση άρνηση. Έμμεσοι φόροι, που δεν καταβάλλονται απευθείας από τους πολίτες στο δημόσιο ταμείο, αλλά εισπράττονται με τη δασμολογική επιβάρυνση των διάφορων ειδών. Έμμεση φορολογία. || (λογ.) έμμεση απόδειξη, που στηρίζεται στην ανασκευή πρότασης με αντίθετο περιεχόμενο. ~ διαλογισμός, όταν για τη στήριξη ενός συμπεράσματος χρειάζεται να μεσολαβήσει και μια δεύτερη (ή περισσότερες προτάσεις). || (γραμμ.) έμμεσο αντικείμενο, το δεύτερο από τα δύο αντικείμενα ενός ρήματος στο οποίο δε μεταβαίνει απευθείας η ενέργεια του ρήματος: Στα αρχαία ελληνικά το έμμεσο αντικείμενο εκφέρεται συχνά με δοτική. έμμεσα & (λόγ.) εμμέσως EΠIPP με τρόπο έμμεσο: Aπέφυγε να πάρει θέση, ~ όμως μπορούμε να συμπεράνουμε τη γνώμη του. Δεν ευθύνομαι ούτε ~ ούτε άμεσα. Eμμέσως πλην σαφώς παραδέχτηκε το λάθος του.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. ἔμμεσος, ἐμμέσως (η σημερ. σημ. μσν.)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
έμμεση αιμοσυγκόλληση
έμμεση θερμιδομετρία
έμμεση λαρυγγοσκόπηση
έμμεση υπερχολερυθριναιμία
έμμεση χολερυθρίνη, ασύζευκτη χολερυθρίνη
έμμεσος αδρενεργικός αγωνιστής
έμμεσος ανοσοφθορισμός
χολινεργικός αγωνιστής έμμεσης δράσης
Σχετικά κείμενα
58 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 3.98 δευτερόλεπτα