'ολόσωμος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ολόσωμος
Αγγλικά : whole-body
Α. ολόσωμος -η -ο
Σημασία : που αφορά ολόκληρο το σώμα, ιδίως το ανθρώπινο. α. που παριστάνει ολόκληρο το σώμα: Oλόσωμο άγαλμα. Oλόσωμη εικόνα / φωτογραφία. β. (για ρούχο) που καλύπτει ολόκληρο τον κορμό του σώματος: Oλόσωμο μαγιό / σύνολο. || (ως ουσ.) το ολόσωμο, συνήθ. για μαγιό: Φέτος το καλοκαίρι εμφανίστηκε με ολόσωμο.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. ὁλόσωμος `με ολόκληρο το σώμα, πλήρης΄
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ολόσωμη μαγνητική αγγειογραφία
Σχετικά κείμενα
1 αποτέλεσμα βρέθηκε
Χρόνος αναζήτησης : 1.35 δευτερόλεπτα