Σημασία : που διαθέτει πολλές δυνάμεις, δυνατότητες. || (φαρμ.) ~ ορός. Πολυδύναμο εμβόλιο, που έχει παρασκευα στεί με περισσότερα από ένα στελέχη του ίδιου βακτηρίου ή ιού.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. πολυδύναμος
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης