'πολυδύναμος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : πολυδύναμος
Αγγλικά : general purpose
Α. πολυδύναμος -η -ο
Σημασία : που διαθέτει πολλές δυνάμεις, δυνατότητες. || (φαρμ.) ~ ορός. Πολυδύναμο εμβόλιο, που έχει παρασκευα στεί με περισσότερα από ένα στελέχη του ίδιου βακτηρίου ή ιού.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. πολυδύναμος
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
πολυδύναμο κύτταρο
πολυδύναμος ορός
Σχετικά κείμενα
8 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.65 δευτερόλεπτα