'επιθηλιακός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : επιθηλιακός
Αγγλικά : epithelial
Α. επιθηλιακός -ή -ό
Σημασία : (ανατ., φυσιολ.) που αναφέρεται στο επιθήλιο: Eπιθηλιακά κύτταρα. ~ ιστός, το επιθήλιο. Eπιθηλιακό καρκίνωμα, το επιθηλίωμα.
Ετυμολογία : λόγ. επιθήλι(ον) -ακός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
εντερικό επιθηλιακό κύτταρο
επιθηλιακό κύτταρο
επιθηλιακός ιστός
επιθηλιακός καρκίνος
κυλινδρικό επιθηλιακό κύτταρο
Σχετικά κείμενα
31 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.54 δευτερόλεπτα