Αναζήτηση / Search

  

 

'πολυακόρεστο λιπαρό οξύ'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : πολυακόρεστο λιπαρό οξύ


Α. υπεράριθμος -η -ο

Σημασία : που είναι παραπάνω από τον ορισμένο, κανονικό ή συνηθισμένο αριθμό, που περισσεύει: Δεν επιτρέπεται να μπαίνουν στα λεωφορεία υπεράριθμοι επιβάτες. Tο προσωπικό που κρίνεται υπεράριθμο θα απολύεται. || (ως ουσ.).

Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. ὑπεράριθμος `που ξεπερνάει τους αριθμούς΄ σημδ. αγγλ. supernumerary

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

γοναδική αγενεσία, αγενεσία των γονάδωνγοναδική διαφοροποίηση, διαφοροποίηση των γονάδωνγοναδική δυσγενεσία, δυσγενεσία των γονάδωνγοναδικό βλάστημαγοναδικό στεροειδές φάρμακο, στεροειδές φάρμακο των γονάδωνγοναδικό φύλογοναδικός/gonadal



Σχετικά κείμενα

4 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 0.09 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία