'εστιακός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : εστιακός
Αγγλικά : focal
Α. εστιακός -ή -ό
Σημασία : (φυσ.) που έχει σχέση με την εστία των φακών: Eστιακή απόσταση, από την εστία του φακού ως την επιφάνειά του. Eστιακή ευθεία, μικρό ευθύγραμμο τμήμα που σχηματίζουν οι ακτίνες στην εστία του φακού. Eστιακό επίπεδο, που τέμνει κάθετα τον άξονα του φακού στο σημείο της εστίας του.
Ετυμολογία : λόγ. εστί(α)IIIβ -ακός μτφρδ. γαλλ. focal
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
εστιακή απόσταση
εστιακή επιληψία
εστιακή οζώδης υπερπλασία
εστιακό νευρολογικό σημείο
εστιακό σημείο
Σχετικά κείμενα
9 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.45 δευτερόλεπτα