'λοιμώδης μονοπυρήνωση'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : λοιμώδες ερύθημα, πέμπτη νόσος
Αγγλικά : erythema infectiosum, fifth disease
Α. εστιακός -ή -ό
Σημασία : (φυσ.) που έχει σχέση με την εστία των φακών: Eστιακή απόσταση, από την εστία του φακού ως την επιφάνειά του. Eστιακή ευθεία, μικρό ευθύγραμμο τμήμα που σχηματίζουν οι ακτίνες στην εστία του φακού. Eστιακό επίπεδο, που τέμνει κάθετα τον άξονα του φακού στο σημείο της εστίας του.
Ετυμολογία : λόγ. εστί(α)IIIβ -ακός μτφρδ. γαλλ. focal
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
εστιακός/focal
Σχετικά κείμενα
9 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.89 δευτερόλεπτα