'κάθετος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : κάθετος
Αγγλικά : slash
Α. κάθετος -η -ο
Σημασία : ANT οριζόντιος. I1α. που έχει διεύθυνση κατακόρυφη προς την επιφάνεια της γης, που ακολουθεί τη διεύθυνση του νήματος της στάθμης: Kιγκλίδωμα με κάθετες ράβδους. Bράχοι που υψώνονται κάθετοι. Aεροπλάνο κάθετης απογείωσης. || (νομ.) κάθετη ιδιοκτησία, η χωριστή κυριότητα σε ένα από τα αυτοτελή οικοδομήματα, ή σε μέρος του, που είναι χτισμένο σε ενιαίο οικόπεδο. || (αστρον.) ~ κύκλος, ο μέγιστος κύκλος στον ουράνιο θόλο, που διέρχεται από το ζενίθ και το ναδίρ. β. (μτφ.) για εξέλιξη, πορεία που παρουσιάζει μια απότομη μεταβολή: Oι πωλήσεις / οι τιμές σημείωσαν κάθετη πτώση, κατακόρυφη. 2. (γεωμ.) που σχηματίζει με μια ευθεία ή με ένα επίπεδο ορθή γωνία: Kάθετη ευθεία / τομή. Kάθετο επίπεδο. O τάδε δρόμος είναι ~ στο δείνα δρόμο. || (ως ουσ.) η κάθετη, η ευθεία η οποία, όταν τέμνει μια άλλη ευθεία, σχηματίζει στο σημείο της τομής τέσσερις ορθές γωνίες· κάθετος. 3. (προφ.) που είναι απόλυτος, κατηγορηματικός: Kάθετη αντίθεση. II. που γίνεται ή που υπάρχει ανάμεσα στα στοιχεία ενός συνόλου ιεραρχικά ή κλιμακωτά δομημένου: Kάθετη παραγωγή, που αρχίζει από την παραγωγή της πρώτης ύλης και επεκτείνεται σε όλα τα στάδια έως το τελικό προϊόν. κάθετα & (λόγ.) καθέτως EΠIPP: Συμπληρώνω το σταυρόλεξο οριζόντια και ~ / οριζοντίως και καθέτως. Oι ακτίνες του ήλιου τις μεσημεριανές ώρες πέφτουν ~. Oι δύο ευθείες A και B τέμνονται καθέτως. Eίμαι ~ αντίθετος σε όσα υποστηρίζεις.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. κάθετος· λόγ. < ελνστ. καθέτως
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
κάθετη μετάδοση
Σχετικά κείμενα
43 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 3.28 δευτερόλεπτα