Αναζήτηση / Search

  

 

'εαρινός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : εαρινός


Α. εαρινός -ή -ό

Σημασία : 1.(λόγ.) ανοιξιάτικος: Eαρινή περίοδος. 2. (επιστ.) α. (αστρον.): Eαρινή ισημερία, η 21η Mαρτίου κάθε έτους, κατά την οποία η διάρκεια της ημέρας και της νύχτας είναι ίσες. Eαρινό σημείο, το σημείο της ουράνιας σφαίρας, όπου το κέντρο του φαινομενικώς κινούμενου ηλίου διατέμνει, κατά την εαρινή ισημερία, τον ισημερινό. β. (ιατρ.): ~ κατάρρους, που εκδηλώνεται ως αλλεργική αντίδραση σε γύρεις της άνοιξης.

Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἐαρινός

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

εαρινή αλλεργική ρινίτιδα



Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα

Χρόνος αναζήτησης : 0.98 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία