'ακτινωτός, αχτινωτός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ακτινωτός, αχτινωτός
Αγγλικά : radial
Α. ακτινωτός -ή -ό
Σημασία : που έχει ακτίνες: H ακτινωτή ρόδα του ποδηλάτου. Aκτινωτό σχήμα. Aκτινωτή διάταξη. ακτινωτά EΠIPP σε σχήμα, σε διάταξη ακτινωτή.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. ἀκτινωτός `στολισμένος με ακτίνες΄ σημδ. radial, radié
Β. αχτινωτός -ή -ό
Σημασία : (λογοτ.) ακτινωτός.
Ετυμολογία : λόγ. < ακτινωτός, προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt]
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ακτινωτό γάγγλιο
ακτινωτό επιθήλιο
ακτινωτό σώμα
ακτινωτός μύς
ακτινωτός στέφανος
Σχετικά κείμενα
5 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.37 δευτερόλεπτα