'περιφερειακός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : περιφερειακός
Αγγλικά : regional
Α. περιφερειακός -ή -ό
Σημασία : 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην περιφέρεια3: Περιφερειακή διοίκηση. Περιφερειακό συμβούλιο. Περιφερειακή ανάπτυξη. || (ιατρ.) Περιφερειακό νευρικό σύστημα, που συνδέει το κεντρικό νευρικό σύστημα με όλα τα άλλα μέρη του οργανισμού. 2. Περιφερειακή οδός και ως ουσ. η περιφερειακή ή ο περιφερειακός, δρόμος έξω και γύρω από την έκταση τόπου ή (οικιστικής) περιοχής.
Ετυμολογία : λόγ.: 1: περιφέρει(α) -ακός· 2: σημδ. γαλλ. périphérique (< périphérie < αρχ. περιφέρεια)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
περιφερειακό ιατρείο
περιφερειακό νοσοκομείο
Σχετικά κείμενα
31 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.59 δευτερόλεπτα