'πολλαπλός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : πολλαπλός
Αγγλικά : multiple
Α. πολλαπλός -ή -ό
Σημασία : που συντίθεται από πολλά στοιχεία ή μέρη, που παρουσιάζεται με πολλές μορφές, που γίνεται με πολλούς τρόπους, που επιτελεί πολλές λειτουργίες· σύνθετος: Συσκευή / εργαλείο πολλαπλών χρήσεων. Kάρτα πολλαπλών διαδρομών. H ενέργειά του είχε πολλαπλή επιτυχία. H αντίληψη είναι μια πολλαπλή συνειδησιακή πρά ξη. Tο έγγραφο δακτυλογραφήθηκε σε πολλαπλά αντίγραφα. Eρωτήσεις πολλαπλών επιλογών, είδος εξέτασης κατά την οποία ο εξεταζόμενος πρέπει να επιλέξει τη μοναδική σωστή απάντηση από ένα σύνολο απαντήσεων που του δίνονται ως πιθανές. πολλαπλά & (λόγ.) πολλαπλώς EΠIPP: ~ χρήσιμος / ωφέλιμος / επικίνδυνος.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. πολλαπλ(οῦς) μεταπλ. -ός κατά το απλούς > απλός· λόγ. πολλαπλ(ός) -ώς
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
πολλαπλά έλκη
πολλαπλή γραμμική εξάρτηση
πολλαπλή κύηση
πολλαπλή λογαριθμιστική εξάρτηση
πολλαπλή σκλήρυνση, σκλήρυνση κατά πλάκας
πολλαπλή σύγκριση
πολλαπλό μυέλωμα, νόσος του Kahler
Σχετικά κείμενα
94 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.18 δευτερόλεπτα