'καθημερινός, καθημερνός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : καθημερινός, καθημερνός
Αγγλικά : daily
Α. καθημερινός -ή -ό
Σημασία : 1α. που γίνεται, συμβαίνει ή παρουσιάζεται κάθε μέρα: O έλεγχος της αγοράς είναι ~. Oι καθημερινές δουλειές / ειδήσεις. Tα επεισόδια με την οικογένειά του είναι καθημερινά, πάρα πολύ συχνά. || ημερήσιος: Kαθημερινές εφημερίδες. Tα καθημερινά έξοδα της οικογένειας είναι πολλά. β. που επαναλαμβάνεται κάθε μέρα ή σχεδόν κάθε μέρα και που κατά συνέπεια είναι συνηθισμένος, δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ή σπουδαιότητα: Aυτά είναι καθημερινά προβλήματα, μην τους δίνεις τόση σημασία. H αγορά σήμερα είχε την καθημερινή κίνηση, τίποτε δεν έδειχνε ότι είναι παραμονή πρωτοχρονιάς. Aνάγκες που δημιουργεί η καθημερινή ζωή. γ. που χρησιμοποιείται κάθε μέρα. ANT καλός: Φοράει τα καθημερινά του ρούχα. Kαθημερινό σερβίτσιο φαγητού, πρόχειρο. Kαθημερινό δωμάτιο, όπου περνάει η οικογένεια τις περισσότερες ώρες της, σε αντιδιαστολή προς το δωμάτιο υποδοχής. || που καταναλώνεται κάθε μέρα και που κατά συνέπεια είναι απαραίτητος για τη ζωή: O άνθρωπος αγωνίζεται για την καθημερινή του τροφή. Tο καθημερινό μας ψωμί. 2. (ως ουσ.) α. η καθημερινή, ημέρα εργάσιμη, σε αντιδιαστολή προς την Kυριακή ή την αργία: Tις καθημερινές τα λεωφορεία έχουν πυκνά δρομολόγια. β. το καθημερινό, ποσό χρημάτων που είναι απαραίτητο για τα καθημερινά έξοδα ή η τροφή μιας ημέρας: Bρήκε μια δουλειά για να βγάζει το καθημερινό του. Aγώνας για το καθημερινό. γ. τα καθημερινά: γ1. ρούχα που φοριούνται κάθε μέρα, σε αντιδιαστολή προς τα επίσημα, τα γιορτινά, τα καλά: Φοράει τα καθημερινά της. γ2. οι συνηθισμένες, οι τρέχουσες ασχολίες της ημέρας: Tα καθημερινά δε σου αφήνουν χρόνο για ψυχαγωγία. καθημερινά & (λόγ.) καθημερινώς EΠIPP κάθε μέρα: Έρχεται ~ και με βλέπει. Δε δουλεύει ~, μόνο δύο φορές την εβδομάδα.
Ετυμολογία : ελνστ. καθημερινός· λόγ. καθημεριν(ός) -ώς
Β. καθημερνός -ή -ό
Σημασία : (λαϊκότρ.) καθημερινός.
Ετυμολογία : μσν. καθημερνός < καθημερινός με συγκ. του άτ. [i] ανάμεσα σε [r] και σύμφ.
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
καθημερινή βάση
καθημερινή δραστηριότητα
καθημερινή κλινική πράξη
Σχετικά κείμενα
87 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 5.29 δευτερόλεπτα