Αναζήτηση / Search

  

 

'τραχειακός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : τραχειακός
Αγγλικά : tracheal


Α. τραχειακός -ή -ό

Σημασία : που ανήκει στην τραχεία ή που έχει σχέ ση με αυτή: ~ μυς.

Ετυμολογία : λόγ. τραχεί(α) -ακός

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

βρωμιούχο βεκουρόνιοβρωμιούχο πανκουρόνιοβρωμιούχος πυριδοστιγμίνητραχειακό επιθήλιο, επιθήλιο της τραχείαςτραχειακός χόνδρος, χόνδρος της τραχείας



Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα

Χρόνος αναζήτησης : 1.07 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία