'παθογόνος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : παθογόνος
Αγγλικά : pathogenic
Α. παθογόνος -ος / -α -ο
Σημασία : (ιατρ.) που είναι ικανός να προκαλέσει νόσο, πάθηση: ~ δράση των μικροβίων.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. pathogène < patho- < αρχ. πάθο(ς) + -gène = -γόνος
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
παθογόνος μικροοργανισμός
παθογόνος μύκητας
παθογόνος παράγοντας
Σχετικά κείμενα
28 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.60 δευτερόλεπτα