Αναζήτηση / Search
'χοριακός'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)Ελληνικά : χοριακόςΑγγλικά : chorionicΑ. χοριακός -ή -όΣημασία : που έχει σχέση με το χόριο: Xοριακές λάχνες.Ετυμολογία : λόγ. χόρι(ον) -ακός μτφρδ. αγγλ. chorial < αρχ. χόριονΠηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςανθρώπινη χοριακή γοναδοτροπίνηπλακουντική γαλακτογόνος ορμόνη, χοριακή σωματομαμοτροπίνηχοριακή κοιλότητα, κοιλότητα του χορίουχοριακή λάχνη, λάχνη του χορίουχοριακή μεμβράνη, μεμβράνη του χορίουχοριακός δίσκος
Σχετικά κείμενα 31 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.65 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×