Αναζήτηση / Search

  

 

'πυογόνος'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : πυογόνος
Αγγλικά : pyogenic


Α. πυογόνος -ος / -α -ο

Σημασία : που προκαλεί τη δημιουργία πύου.

Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. pyogène < pyo- < αρχ. πύο(ν) + -gène = -γόνος

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

πυογόνο κοκκίωμαπυογόνος κόκκοςπυογόνος λοίμωξηπυογόνος στρεπτόκοκκος



Σχετικά κείμενα

2 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.20 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία