1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία) Ελληνικά : ψηφιακός Αγγλικά : digital
Α. ψηφιακός -ή -ό
Σημασία : α.(για όργανο μέτρησης, συσκευή κτλ.) που εμφανίζει τις σχετικές με τη λειτουργία του ενδείξεις με ψηφία (αριθμούς ή γράμματα): Ψηφιακό ρολόι / χρονόμετρο. Ψηφιακές ενδείξεις. β. (ηλεκτρον.) που επεξεργάζεται τις πληροφορίες που του διοχετεύονται χρησιμοποιώντας αριθμητικά ψηφία ή ειδικά σήματα: Ψηφιακό τηλέφωνο.
Ετυμολογία : λόγ. ψηφί(ο) -ακός μτφρδ. αγγλ. digital
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης