'ινιακός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ινιακός
Αγγλικά : occipital
Α. ινιακός -ή -ό
Σημασία : (ανατ.) που βρίσκεται στο ινίο, στο πίσω και κάτω μέρος του κεφαλιού: Tο ινιακό οστό του κρανίου και ως ουσ. το ινιακό. Iνιακοί μύες. Iνιακό νεύρο. ~ λοβός.
Ετυμολογία : λόγ. ινί(ον) -ακός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ινιακή αρτηρία
ινιακή εγκεφαλοκήλη
ινιακή κεφαλαλγία
ινιακό οστό
ινιακό τρήμα
ινιακός κόνδυλος
ινιακός λοβός
ινιακός φλοιός
μείζον ινιακό νεύρο
Σχετικά κείμενα
9 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.65 δευτερόλεπτα