Αναζήτηση / Search

  

 

'ινιακός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ινιακός
Αγγλικά : occipital


Α. ινιακός -ή -ό

Σημασία : (ανατ.) που βρίσκεται στο ινίο, στο πίσω και κάτω μέρος του κεφαλιού: Tο ινιακό οστό του κρανίου και ως ουσ. το ινιακό. Iνιακοί μύες. Iνιακό νεύρο. ~ λοβός.

Ετυμολογία : λόγ. ινί(ον) -ακός

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

ινιακή αρτηρίαινιακή εγκεφαλοκήληινιακή κεφαλαλγίαινιακό οστόινιακό τρήμαινιακός κόνδυλοςινιακός λοβόςινιακός φλοιόςμείζον ινιακό νεύρο



Σχετικά κείμενα

9 αποτελέσματα βρέθηκαν

1Α' Οφθαλμολογική Κλινική
2Υπερηχογράφημα 1ου τριμήνου - Διαπίστωση φυσιολογικής εμβρυϊκής εξέλιξης και λειτουργίας
3Υπερηχογράφημα 1ου τριμήνου - Εμβρυϊκές ανωμαλίες 1ου τριμήνου
4Υπερηχογράφημα 2ου τριμήνου - Συγγενείς ανωμαλίες Κεντρικού Νευρικού Συστήματος
5Υπερηχογράφημα 3ου τριμήνου - Η Φυσιολογική ανατομία του εμβρύου στο 3ο τρίμηνο της εγκυμοσύνης
6Κεφαλομετρική Ακτινογραφία - Βόθρος υπόφυσης
7Κεφαλομετρική Ακτινογραφία - Κροταφικό οστό
8Κεφαλομετρική Ακτινογραφία - Αυχενικοί σπόνδυλοι
9Κεφαλομετρική Ακτινογραφία - Κλάδος κάτω γνάθου

Χρόνος αναζήτησης : 1.65 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία