'κεραυνοβόλος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : κεραυνοβόλος
Αγγλικά : fulminant
Α. κεραυνοβόλος -α / -ος -ο
Σημασία : 1α. που χτυπά ή που εμφανίζεται σαν τον κεραυνό, δηλαδή απότομα και ξαφνικά, που η δράση του είναι ακαριαία και κατά κανόνα αποτελεσματική: Kεραυνοβόλα επίθεση / ενέργεια. || ~ έρωτας, πολύ ξαφνικός και δυνατός. β. Kεραυνοβόλο βλέμμα, που κατακεραυνώνει· άγριο, επιτιμητικό ή απλώς πολύ αυστηρό. 2. (ιατρ.) για αρρώστια που εξελίσσεται ραγδαία: ~ αποπληξία. κεραυνοβόλα & (λόγ.) κεραυνοβόλως EΠIPP: Έδρασαν ~.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. κεραυνοβόλος `που ρίχνει τον κεραυνό΄ σημδ. γαλλ. foudroyant (coup de foudre)· λόγ. κεραυνοβόλ(ος) -ως
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
κεραυνοβόλος ηπατική ανεπάρκεια
κεραυνοβόλος ηπατίτιδα
κεραυνοβόλος μηνιγγιτιδοκοκκαιμία
κεραυνοβόλος πορφύρα
Σχετικά κείμενα
4 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.46 δευτερόλεπτα