'σταφυλοκοκκική πενικιλλινάση'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : σταφυλοκοκκική πενικιλλινάση
Α. οξύς -εία -ύ
Σημασία : I. που καταλήγει σε αιχμή· αιχμηρός, μυτερός: Bελόνα με πολύ οξύ άκρο. || (μαθημ.): Oξεία γωνία, που είναι μικρότερη από την ορθή. II. (μτφ.) 1. (για ήχο) που έχει υψηλή συχνότητα: Oξεία κραυγή, διαπεραστική. 2. (ιδ. για τις πνευματικές λειτουργίες ή τις αισθήσεις) που λειτουργεί έτσι ώστε να μην του διαφεύγουν οι λεπτομέρειες, να είναι πολύ αποτελεσματικός: Oξεία όραση / όσφρηση / ακοή. Oξεία αντίληψη / παρατηρητικότητα. || Oξύ βλέμμα. 3. (ιδ. για κτ. ανεπιθύμητο ή δυσάρεστο) πολύ έντονος: ~ πόνος, πολύ δυνατός. Oξεία πολεμική / αποδοκιμασία / πολιτική κρίση. H χώρα αντιμετωπίζει οξύτατο οικονομικό πρόβλημα. α. που είναι επιθετικός, υβριστικός ή μειωτικός για κπ.: ~ χαρακτηρισμός. Mιλάει σε τόνο οξύτερο από κάθε άλλη φορά. β. (για αρρώστια) που εξελίσσεται και επιδεινώνεται γρήγορα. ANT χρόνιος: Oξεία βρογχίτιδα / μηνιγγίτιδα / περιτονίτιδα.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ὀξύς `οξύς, μυτερός, με έντονη γεύση, ξινός΄
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
καρδιογενές πνευμονικό οίδημα
κυψελίδα, πνευμονική κυψελίδα
μαζική πνευμονική εμβολή
μη καρδιογενές πνευμονικό οίδημα
μη πνευμονικός
νευρογενές πνευμονικό οίδημα
οξύ πνευμονικό οίδημα
πίεση ενσφήνωσης της πνευμονικής αρτηρίας
πνευμονική αγγειογραφία
πνευμονική αγγείωση, αγγείωση του πνεύμονα
πνευμονική αιμάτωση, αιμάτωση του πνεύμονα
πνευμονική αιμορραγία
πνευμονική ακτινομυκητίαση, ακτινομυκητίαση του πνεύμονα
πνευμονική αντίσταση, αντίσταση του πνεύμονα
πνευμονική αρτηρία
πνευμονική ασπεργίλλωση, ασπεργίλλωση του πνεύμονα
πνευμονική βαλβίδα
πνευμονική βλαστομύκωση, βλαστομύκωση του πνεύμονα
πνευμονική εμβολή
πνευμονική ίνωση, ίνωση του πνεύμονα
πνευμονική ιστοπλάσμωση, ιστοπλάσμωση του πνεύμονα
πνευμονική καντιντίαση, καντιντίαση του πνεύμονα
πνευμονική καρδιά
πνευμονική κοκκιδιοειδομύκωση, κοκκιδιοειδομύκωση του πνεύμονα
πνευμονική κρυπτοκόκκωση, κρυπτοκόκκωση του πνεύμονα
πνευμονική κυκλοφορία
πνευμονική λειτουργία
πνευμονική μικροκυκλοφορία
πνευμονική μουκορμύκωση, μουκορμύκωση του πνεύμονα
πνευμονική νοκαρδίαση, νοκαρδίαση του πνεύμονα
πνευμονική σποροτρίχωση, σποροτρίχωση του πνεύμονα
πνευμονική συμφόρηση, συμφόρηση του πνεύμονα
πνευμονική τοξικότητα
πνευμονική τουλαραιμία
πνευμονική υπέρταση
πνευμονική υποπλασία
πνευμονική φλέβα
πνευμονική φυματίωση, φυματίωση του πνεύμονα
πνευμονικό αγγείο, αγγείο του πνεύμονα
πνευμονικό απόλυμα, απόλυμα του πνεύμονα
πνευμονικό απόστημα, απόστημα του πνεύμονα
πνευμονικό ασπεργίλλωμα, ασπεργίλλωμα του πνεύμονα
πνευμονικό έμφρακτο, έμφρακτο του πνεύμονα, έμφρακτο των πνευμόνων
πνευμονικό εμφύσημα, εμφύσημα, εμφύσημα του πνεύμονα, εμφύσημα των πνευμόνων
πνευμονικό οίδημα
πνευμονικό παρέγχυμα, παρέγχυμα του πνεύμονα
πνευμονικό πεδίο, πεδίο του πνεύμονα
πνευμονικό τριχοειδές
πνευμονικός/pulmonary, pulmonic
πνευμονικός αερισμός, αερισμός των πνευμόνων
πνευμονικός άνθρακας
πνευμονικός όγκος
πνευμονοπάθεια, αναπνευστική νόσος, πνευμονική νόσος
πρωτοπαθής πνευμονική υπέρταση
σηπτική πνευμονική εμβολή
υποπλασία των πνευμόνων, πνευμονική υποπλασία
χρόνια πνευμονική καρδιά
Σχετικά κείμενα
147 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.54 δευτερόλεπτα