'περιβαλλοντική παράμετρος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : περιβαλλοντική παράμετρος
Α. πλατύς -ιά -ύ
Σημασία : 1. που έχει αρκετά μεγάλο πλάτος, φάρδος· ευρύς. ANT στενός: ~ δρόμος. Πλατύ ποτάμι / μέτωπο. Δέντρο με πλατιά φύλλα. (έκφρ.) φαρδύς* ~. 2. (μτφ.) α. που είναι ανοιχτός, ευρύς, όχι περιορισμένος: Έχει πλατιές αντιλήψεις για διάφορα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά θέματα. Δημιουργήθηκε ένα πλατύ φιλειρηνικό κίνη μα. Xρησιμοποιώ έναν όρο με την πλατιά του έννοια. β. που είναι εμπερι στατωμένος, διεξοδικός, εξαντλητικός: Έγινε μια πλατιά ανάλυση του θέματος. γ. που είναι εγκάρδιος: Πλατύ χαμόγελο. δ. μεγάλης έκτασης: Tο έργο του συγγραφέα είχε πλατιά αναγνώριση. Πλατιά διάδοση ιδεών. || (ειδ., πολ.): Πλατιά ολομέλεια της Kεντρικής Eπιτροπής του KKE, με διευρυμένη σύνθεση των μελών της. πλατιά EΠIPP. (έκφρ.) φαρδιά* ~.
Ετυμολογία : αρχ. πλατύς
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
οξεία στρεπτοκοκκική φαρυγγίτιδα
στρεπτοκοκκική αμυγδαλίτιδα, αμυγδαλίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική αρθρίτιδα, αρθρίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική βακτηριαιμία, βακτηριαιμία από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική γάγγραινα, γάγγραινα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική ενδοκαρδίτιδα, ενδοκαρδίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική κυτταρίτιδα, κυτταρίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική λοίμωξη, λοίμωξη από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική μηνιγγίτιδα, μηνιγγίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική μυοσίτιδα, μυοσίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική σηψαιμία, σηψαιμία από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική τοξίνη, τοξίνη του στρεπτοκόκκου
στρεπτοκοκκική φαρυγγίτιδα, φαρυγγίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκικό αντιγόνο, αντιγόνο του στρεπτοκόκκου
στρεπτοκοκκικός/streptococcal
σύνδρομο στρεπτοκοκκικού τοξικού shock
Σχετικά κείμενα
10 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.32 δευτερόλεπτα