'πλατύς'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : πλατύς
Αγγλικά : wide
Α. πλατύς -ιά -ύ
Σημασία : 1. που έχει αρκετά μεγάλο πλάτος, φάρδος· ευρύς. ANT στενός: ~ δρόμος. Πλατύ ποτάμι / μέτωπο. Δέντρο με πλατιά φύλλα. (έκφρ.) φαρδύς* ~. 2. (μτφ.) α. που είναι ανοιχτός, ευρύς, όχι περιορισμένος: Έχει πλατιές αντιλήψεις για διάφορα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά θέματα. Δημιουργήθηκε ένα πλατύ φιλειρηνικό κίνη μα. Xρησιμοποιώ έναν όρο με την πλατιά του έννοια. β. που είναι εμπερι στατωμένος, διεξοδικός, εξαντλητικός: Έγινε μια πλατιά ανάλυση του θέματος. γ. που είναι εγκάρδιος: Πλατύ χαμόγελο. δ. μεγάλης έκτασης: Tο έργο του συγγραφέα είχε πλατιά αναγνώριση. Πλατιά διάδοση ιδεών. || (ειδ., πολ.): Πλατιά ολομέλεια της Kεντρικής Eπιτροπής του KKE, με διευρυμένη σύνθεση των μελών της. πλατιά EΠIPP. (έκφρ.) φαρδιά* ~.
Ετυμολογία : αρχ. πλατύς
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
πλατύ κονδύλωμα
πλατύς ραχιαίος μύς
πλατύς σύνδεσμος της μήτρας, πλατύς σύνδεσμος
Σχετικά κείμενα
10 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.07 δευτερόλεπτα