'αφρώδης'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : αφρώδης
Αγγλικά : foamy
Α. αφρώδης -ης -ες
Σημασία : 1.που μοιάζει με αφρό, που είναι μαλακός, άσπρος και φουσκωτός. || (χημ., τεχν.): Aφρώδες γυαλί / ελαστικό / πλαστικό. 2. που έχει ή που δημιουργεί αφρούς: Aφρώδη ποτά. ~ οίνος, η σαμπάνια.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἀφρώδης
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αφρώδες ιστιοκύτταρο
αφρώδες κύτταρο
αφρώδες κυτταρόπλασμα
Σχετικά κείμενα
3 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.31 δευτερόλεπτα