Αναζήτηση / Search
'λοιμώδης'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)Ελληνικά : λοιμώδηςΑγγλικά : pestiferousΑ. λοιμώδης -ης -εςΣημασία : (για αρρώστιες) που προκαλεί λοιμό, μολυσματικός: Λοιμώδεις νόσοι. Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. λοιμώδης `που αναφέρεται στην πανούκλα΄Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςλοιμώδες ερύθημα, πέμπτη νόσοςλοιμώδης αρθρίτιδαλοιμώδης γαστρεντερίτιδαλοιμώδης διάρροιαλοιμώδης ενδοκαρδίτιδαλοιμώδης επιπεφυκίτιδαλοιμώδης ηπατίτιδαλοιμώδης μονοπυρήνωσηλοιμώδης νόσοςλοιμώδης σαλπιγγίτιδαυποξεία λοιμώδης ενδοκαρδίτιδα
Σχετικά κείμενα 34 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.90 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×