Σημασία : Νόσος που χαρακτηρίζεται από την παρουσία λωρίδων συνδετικού ιστού που διευρύνουν τα πυλαία διαστήματα και περιέχουν μεγάλο αριθμό χοληφόρων, καθώς και φυσιολογικές ή υποπλαστικές αρτηρίες και φλέβες. Οι ενδοηπατικοί κλάδοι της πυλαίας συμπιέζονται ανάμεσα στις δεσμίδες του συνδετικού ιστού, με συνέπεια την εμφάνιση πυλαίας υπερτάσεως.
Πηγή : Παθολογία Διδακτικό και Ερευνητικό Προσωπικό του Τομέως Παθολογίας Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης
Α. λοιμώδης -ης -ες
Σημασία : (για αρρώστιες) που προκαλεί λοιμό, μολυσματικός: Λοιμώδεις νόσοι.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. λοιμώδης `που αναφέρεται στην πανούκλα΄
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης