'μείζων'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : μείζων
Αγγλικά : more major
Α. μείζων -ων -ον
Σημασία : (λόγ.) ANT ελάσσων. 1α. μεγαλύτερος: ~ εκλογική περιφέρεια. H ~ περιοχή Aθηνών / Θεσσαλονίκης, η ευρύτερη. H ~ αντιπολίτευση, η αξιωματική αντιπολίτευση. β. σημαντικότερος: Mείζονες τέχνες, η ποίηση, η ζωγραφική και η γλυπτική. || πολύ σημαντικός: Mείζον θέμα. (έκφρ.) κατά μείζονα λόγο, κυρίως. γ. (λογ.) μεγαλύτερος σε εννοιολογικό πλάτος: ~ όρος / πρόταση ενός συλλογισμού, ο πρώτος, αυτός που περιέχει το γενικό κανόνα. 2. (μουσ.) για χαρακτηρισμό ενός από τους δύο βασικούς συνδυασμούς των μουσικών τόνων: ~ τόνος / τρόπος / συγχορδία / κλίμακα. Mείζον διάστημα.
Ετυμολογία : λόγ.: 1α, β: αρχ. μείζων (συγκρ. του μέγας)· γ: σημδ. γαλλ. la majeure· 2: σημδ. ιταλ. maggiore
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
μείζον επίπλουν
μείζον ηρεμιστικό φάρμακο
μείζον ινιακό νεύρο
μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο
μείζον πολύγωνο
μείζον σπλαγχνικό νεύρο
μείζον σύμπλεγμα ιστοσυμβατότητας
μείζον τόξο του στομάχου
μείζων θωρακικός μύς, μείζων θωρακικός
μείζων κατάθλιψη
μείζων παγκρεατικός πόρος, πόρος του Wirsung
μείζων σαφηνής φλέβα, μείζων σαφηνής
μείζων σιαλογόνος αδένας
μείζων τροχαντήρας
μείζων χειρουργική επέμβαση
Σχετικά κείμενα
43 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 4.76 δευτερόλεπτα