'καρδιοπάθεια, καρδιακή νόσος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : καρδιοπάθεια, καρδιακή νόσος
Αγγλικά : cardiopathy, heart disease, cardiac disease
Α. αυχένας
Σημασία : 1.το πίσω μέρος του λαιμού (ανθρώπου ή ζώου)· τράχηλος, σβέρκος. 2. (μτφ.) α. για κάθε στενό και επίμηκες μέρος που συνδέει δύο πλατύτερα· (πρβ. λαιμός). β. το χαμηλότερο και μεταξύ δύο βουνών τμήμα κορυφογραμμής· διάσελο. || ορεινή δίοδος· κλεισούρα, δερβένι.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. αὐχήν, αιτ. -ένα
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
γεφυροπαρεγκεφαλιδική γωνία
γεφυροπαρεγκεφαλιδικός/cerebellopontine
υπερτασική καρδιοπάθεια
Σχετικά κείμενα
22 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.42 δευτερόλεπτα