'κοκκύτης, κοκίτης'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : κοκκύτης, κοκίτης
Αγγλικά : whooping cough, pertussis
Α. κοκίτης
Σημασία : λοιμώδης παιδική ασθένεια που προσβάλλει το αναπνευστικό σύστημα και χαρακτηρίζεται από παρατεταμένο βήχα.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. κόκκ(υ) η κραυγή του κούκου (δες κούκου) -ίτης απόδ. γαλλ. coqueluche < coq `κόκορας΄ (ηχομιμ. από την ακουστική αίσθηση του έντονου βήχα)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
κοκκυτική τοξίνη, τοξίνη του κοκκύτη
τοξοειδές του κοκκύτη
Σχετικά κείμενα
3 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.23 δευτερόλεπτα