Σημασία : α.αυτός που ανιχνεύει και ειδικότερα ο στρατιώτης που έργο του έχει την ανίχνευση μιας εδαφικής περιοχής: Διμοιρία ανιχνευτών. Oι ανιχνευτές μάς ειδοποίησαν ότι ο εχθρός βρισκόταν κοντά. β. συσκευή με την οποία γίνεται ανίχνευση: ~ ραδιενέργειας / μετάλλων / πυρός.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. ἀνιχνευτής
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης