'ρευματική μυοκαρδίτιδα'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ρευματική μυοκαρδίτιδα
Αγγλικά : rheumatic myocarditis
Α. κλάδος
Σημασία : 1. (λόγ.) κλαδί: Oι κλάδοι των δέντρων. ΦP ~ ελαίας*. μετά βαΐων* και κλάδων. 2. (μτφ.) ό,τι αποτελεί τμήμα ενός συνόλου, που έχει όμως μια σχετική αυτονομία και αυτοτέλεια: H οπτική είναι ~ της φυσικής. Oι κλάδοι της ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσίας. Eπιστημονικός ~. Ποιον κλάδο θα ακολουθήσεις;, ποια επιστήμη; || σύνολο ανθρώπων με κοινές, κυρίως επαγγελματικές, δραστηριότητες: Oι παραγωγικοί κλάδοι. H απεργία έβλαψε τον κλάδο. Iκανοποιήθηκαν τα αιτήματα του κλάδου. || τμήμα του γενεαλογικού δέντρου: Oικογενειακός ~, οικογένεια που προέρχεται από κοινούς προγόνους με άλλες οικογένειες.
Ετυμολογία : λόγ.: 1: αρχ. κλάδος· 2: σημδ. γαλλ. branche, rameau
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
σταφυλοκοκκική αρθρίτιδα, αρθρίτιδα από σταφυλόκοκκο
σταφυλοκοκκική βακτηριαιμία, βακτηριαιμία από σταφυλόκοκκο
σταφυλοκοκκική ενδοκαρδίτιδα, ενδοκαρδίτιδα από σταφυλόκοκκο
σταφυλοκοκκική εντεροτοξίνη, εντεροτοξίνη του σταφυλοκόκκου
σταφυλοκοκκική θυλακίτιδα, θυλακίτιδα από σταφυλόκοκκο
σταφυλοκοκκική λοίμωξη, λοίμωξη από σταφυλόκοκκο
σταφυλοκοκκική μηνιγγίτιδα, μηνιγγίτιδα από σταφυλόκοκκο
σταφυλοκοκκική οστεομυελίτιδα, οστεομυελίτιδα από σταφυλόκοκκο
σταφυλοκοκκική πενικιλλινάση
σταφυλοκοκκική πνευμονία, πνευμονία από σταφυλόκοκκο
σταφυλοκοκκική σύκωση
σταφυλοκοκκική τοξίνη
σταφυλοκοκκικός/staphylococcal
σύνδρομο σταφυλοκοκκικού τοξικού shock
Σχετικά κείμενα
62 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.48 δευτερόλεπτα