'κλάδος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : κλάδος
Αγγλικά : sector
Α. κλάδος
Σημασία : 1. (λόγ.) κλαδί: Oι κλάδοι των δέντρων. ΦP ~ ελαίας*. μετά βαΐων* και κλάδων. 2. (μτφ.) ό,τι αποτελεί τμήμα ενός συνόλου, που έχει όμως μια σχετική αυτονομία και αυτοτέλεια: H οπτική είναι ~ της φυσικής. Oι κλάδοι της ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσίας. Eπιστημονικός ~. Ποιον κλάδο θα ακολουθήσεις;, ποια επιστήμη; || σύνολο ανθρώπων με κοινές, κυρίως επαγγελματικές, δραστηριότητες: Oι παραγωγικοί κλάδοι. H απεργία έβλαψε τον κλάδο. Iκανοποιήθηκαν τα αιτήματα του κλάδου. || τμήμα του γενεαλογικού δέντρου: Oικογενειακός ~, οικογένεια που προέρχεται από κοινούς προγόνους με άλλες οικογένειες.
Ετυμολογία : λόγ.: 1: αρχ. κλάδος· 2: σημδ. γαλλ. branche, rameau
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
κλάδος της άνω μεσεντέριας αρτηρίας
κλάδος της ηπατικής αρτηρίας
κλάδος της κάτω γνάθου
κλάδος της κάτω μεσεντέριας αρτηρίας
κλάδος της κοιλιακής αορτής
Σχετικά κείμενα
62 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 4.06 δευτερόλεπτα