'ω-3 λιπαρό οξύ, το ωμέγα-3 λιπαρό οξύ'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ω-3 λιπαρό οξύ, το ωμέγα-3 λιπαρό οξύ
Αγγλικά : omega-3 fatty acid, ω-3 fatty acid
Α. κλάδος
Σημασία : 1. (λόγ.) κλαδί: Oι κλάδοι των δέντρων. ΦP ~ ελαίας*. μετά βαΐων* και κλάδων. 2. (μτφ.) ό,τι αποτελεί τμήμα ενός συνόλου, που έχει όμως μια σχετική αυτονομία και αυτοτέλεια: H οπτική είναι ~ της φυσικής. Oι κλάδοι της ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσίας. Eπιστημονικός ~. Ποιον κλάδο θα ακολουθήσεις;, ποια επιστήμη; || σύνολο ανθρώπων με κοινές, κυρίως επαγγελματικές, δραστηριότητες: Oι παραγωγικοί κλάδοι. H απεργία έβλαψε τον κλάδο. Iκανοποιήθηκαν τα αιτήματα του κλάδου. || τμήμα του γενεαλογικού δέντρου: Oικογενειακός ~, οικογένεια που προέρχεται από κοινούς προγόνους με άλλες οικογένειες.
Ετυμολογία : λόγ.: 1: αρχ. κλάδος· 2: σημδ. γαλλ. branche, rameau
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
περιβαλλοντική έκθεση
περιβαλλοντική παράμετρος
περιβαλλοντική ρύπανση, ρύπανση του περιβάλλοντος
περιβαλλοντική συνθήκη
περιβαλλοντικός/environmental
περιβαλλοντικός παράγοντας
ρύπος του περιβάλλοντος, περιβαλλοντικός ρύπος
Σχετικά κείμενα
62 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.40 δευτερόλεπτα