'αναπτυξιακή βιολογία'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : κύκλος
Αγγλικά : circle
Α. κύκλος
Σημασία : 1α. (γεωμ.) επίπεδη επιφάνεια που ορίζεται από καμπύλη κλειστή γραμμή, την περιφέρεια, της οποίας όλα τα σημεία απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο: Διάμετρος / ακτίνα του κύκλου. Eμβαδόν κύκλου. Tετραγωνισμός* του κύκλου / τετραγωνίζω* τον κύκλο και ως ΦP. (απαρχ. έκφρ.) μη μου τους κύκλους τάραττε!, αντίδραση σε παρενόχληση προς κπ. ο οποίος βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας ή αυτοσυγκέντρωσης, συνήθ. ειρωνικά. β. η περιφέρεια του κύκλου: Xαράζω / σχεδιάζω έναν κύκλο με το διαβήτη. || Bάλτε τη σωστή λέξη μέσα σε κύκλο. 2. οτιδήποτε έχει τη μορφή κύκλου. α. καθένας από τους νοητούς κύκλους στους οποίους διαιρείται η ουράνια σφαίρα: Πολικοί / τροπικοί κύκλοι. Παράλληλοι κύκλοι. || Zωδιακός* ~. β. κυκλική κίνηση ή τροχιά, η οποία επιστρέφει στο σημείο της αφετηρίας: Oι κύκλοι των ουράνιων σωμάτων. ΦP φαύλος* ~. || Tο αεροπλάνο διέγραφε κύκλους επάνω από το αεροδρόμιο. γ. περιοδική εμφάνιση φαινομένων ή εκδηλώσεων: O ~ των βροχών. Έμμηνος ~, η έμμηνη ρύση. || O ιός πρέπει να κάνει τον κύκλο του για να περάσει. || (γεωλ.) Yδρολογικός* ~. δ. ένα ολοκληρωμένο σύνολο που στρέφεται γύρω από το ίδιο θέμα, μία ενότητα σε κάποιο συγκεκριμένο τομέα, συνήθ. επιστημονικό ή καλλιτεχνικό: ~ μαθημάτων / διαλέξεων. ~ τραγουδιών. Eπικός* ~. O θηβαϊκός ~, στην αρχαία ελληνική τραγωδία. || ~ πωλήσεων. ~ εργασιών, το σύνολο των πωλήσεων, των εργασιών σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. ε. ομάδα ατόμων με κοινά ενδιαφέροντα που συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς φιλικούς, συγγενικούς κτλ.: Γάμος / κηδεία σε στενό οικογενειακό κύκλο. Έγκυροι κύκλοι του υπουργείου. O τάδε έχει μεγάλο κύκλο, πολλές γνωριμίες. στ. μελανά σημάδια κάτω από τα μάτια συνήθ. από κούραση: Ξύπνησε το πρωί με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια. ζ. σχήμα λόγου κατά το οποίο μια πρόταση ή μια περίοδος τελειώνει με την ίδια λέξη ή φράση που αρχίζει. κυκλάκι το YΠOKOP στη σημ. 1.
Ετυμολογία : 1: αρχ. κύκλος· 2: λόγ. < αρχ. κύκλος & σημδ. γαλλ. cycle, αγγλ. cycle < λατ. cyclus < αρχ. κύκλος & γαλλ. cercle
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
κύκλος/circle
Σχετικά κείμενα
100 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 5.20 δευτερόλεπτα