'ρύπος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ρύπος
Αγγλικά : pollutant
Α. ρύπος
Σημασία : (λόγ.) βρομιά, λέρα. || (μτφ.): O ~ της διαφθοράς.
Ετυμολογία : λόγ.: 1: αρχ. ῥύπος `βρομιά΄· 2: σημδ. αγγλ. pollution
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αγγειακή άνοια
αγγειακή αντίσταση, αντίσταση των αγγείων
αγγειακή απόφραξη, απόφραξη του αγγείου
αγγειακή διαλείπουσα χωλότητα
αγγειακή διαπερατότητα, διαπερατότητα των αγγείων
αγγειακή εγκεφαλοπάθεια
αγγειακή επέμβαση
αγγειακή θρόμβωση, θρόμβωση του αγγείου
αγγειακή κεφαλαλγία
αγγειακή πορφύρα
αγγειακό δίκτυο
αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, εγκεφαλικό επεισόδιο, αγγειακό επεισόδιο
αγγειακό ενδοθήλιο
αγγειακό σύστημα, σύστημα των αγγείων
αγγειακό τοίχωμα, τοίχωμα του αγγείου, τοίχωμα των αγγείων
αγγειακός/vascular
αγγειοχειρουργική, αγγειακή χειρουργική
περιφερική αγγειακή ανεπάρκεια
περιφερικό αγγειακό σύστημα
πυλαίο αγγειακό σύστημα, πυλαίο σύστημα
συστηματική αγγειακή αντίσταση
τοίχωμα του αγγείου, αγγειακό τοίχωμα
Σχετικά κείμενα
3 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.09 δευτερόλεπτα