'αερισμός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αερισμός
Αγγλικά : ventilation
Α. αερισμός
Σημασία : η διαδικασία του αερίζω, η ανανέωση του αέρα κλειστού χώρου· εξαερισμός: Tεχνητός ~. O ~ μιας αίθουσας. Σύστημα αερισμού. O ~ των στοών ενός ανθρακωρυχείου.
Ετυμολογία : λόγ. αερισ- (αερίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. aération
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αερισμός θετικής πίεσης
κυψελιδικός αερισμός, αερισμός των κυψελίδων
μηχανικός αερισμός
πνευμονικός αερισμός, αερισμός των πνευμόνων
Σχετικά κείμενα
6 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.59 δευτερόλεπτα