'εμβολιασμός, ενεργητική ανοσοποίηση'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : εμβολιασμός, ενεργητική ανοσοποίηση
Αγγλικά : vaccination
Α. εμβολιασμός
Σημασία : 1.η εισαγωγή εμβολίου σε έναν οργανισμό με σκοπό την ανοσοποίησή του σε ορισμένη νόσο ή την ανάπτυξη αμυντικών δυνάμεων: Yποχρεωτικός / προληπτικός ~. Hμερολόγιο εμβολιασμών. ~ κατά της ευλογιάς, δαμαλισμός. 2. (γεωπ.) η τεχνική με την οποία επιτυγχάνεται η προσαρμογή και η σύμφυση τμήματος φυτού πάνω σε άλλο, το οποίο έτσι αποκτά κάποιες από τις ιδιότητες του πρώτου· μπόλιασμα· (πρβ. ενοφθαλμισμός). 3. (μτφ., λόγ.) για τη μετάδοση ιδεών, αντιλήψεων σε κπ.· μπόλιασμα.
Ετυμολογία : λόγ. εμβολιασ- (εμβολιάζω) -μός μτφρδ. του νεοελλ. μπόλιασμα
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
μαζικός εμβολιασμός
υποχρεωτικός εμβολιασμός
Σχετικά κείμενα
16 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.92 δευτερόλεπτα