'ενδογενής'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ενδογενής
Αγγλικά : endogenous
Α. ενδογενής -ής -ές
Σημασία : που γεννιέται, δημιουργείται ή προκαλείται από εσωτερικούς παράγοντες: Eνδογενείς δυσχέρειες. Eνδογενείς παράγοντες / αιτίες. ενδογενώς EΠIPP.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. ἐνδογενής `γεννημένος στο σπίτι΄ σημδ. γαλλ. endogène ή αγγλ. endogenous < endo- = ενδο- + -gène, -genous = -γενής· λόγ. ενδογεν(ής) -ώς
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ενδογενές έκζεμα
ενδογενές οπιοειδές
ενδογενές πυρετογόνο
ενδογενής κατάθλιψη
ενδογενής παράγοντας
ενδογενής τοξίνη
σύστημα ενδογενούς αναλγησίας
Σχετικά κείμενα
33 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.68 δευτερόλεπτα