'εντερικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : εντερικός
Αγγλικά : intestinal, enteric
Α. ενδοκρινής -ής -ές
Σημασία : (φυσιολ.) ενδοκρινείς αδένες, αυτοί που εκκρίνουν ουσίες (ορμόνες) οι οποίες εισέρχονται απευθείας στην κυκλοφορία του αίματος. ANT εξωκρινής.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. endocrine < endo- = ενδο- + -crine < αρχ. κρίν(ω) `ξεχωρίζω΄ -ής
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
καλυκοειδές κύτταρο
καλυκοειδής/caliciform
Σχετικά κείμενα
21 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.46 δευτερόλεπτα