Αναζήτηση / Search
'μεταβολισμός'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Ουσιαστικό)Ελληνικά : μεταβολισμόςΑγγλικά : metabolismΑ. μεταβολισμόςΣημασία : το σύνολο των χημικών και φυσικών μεταβολών που γίνονται στους ιστούς των ζωντανών οργανισμών: Bασικός ~. Διαταραχές του μεταβολισμού. Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. métabolisme < αρχ. μεταβολ(ή) -isme = -ισμόςΠηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςαερόβιος μεταβολισμόςαναερόβιος μεταβολισμόςβακτηριακός μεταβολισμόςηπατικός μεταβολισμόςιστικός μεταβολισμός, μεταβολισμός των ιστώνμεταβολική διαταραχή, διαταραχή του μεταβολισμούμεταβολική νόσος, νόσος του μεταβολισμούμεταβολισμός πρώτης διόδουμεταβολισμός της γλυκόζηςμεταβολισμός του αζώτουμεταβολισμός του ασβεστίουμεταβολισμός του εγκεφάλου, εγκεφαλικός μεταβολισμόςμεταβολισμός του λίπους, μεταβολισμός των λιπώνμεταβολισμός των αμινοξέωνμεταβολισμός των αρωματικών αμινοξέωνμεταβολισμός των διακλαδισμένων λιπαρών οξέωνμεταβολισμός των θειούχων αμινοξέωνμεταβολισμός των λιπιδίωνμεταβολισμός των πρωτεϊνών, πρωτεϊνικός μεταβολισμόςμεταβολισμός των υδατανθράκωνοξειδωτικός μεταβολισμόςοστικός μεταβολισμός, μεταβολισμός των οστών
Σχετικά κείμενα 50 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.10 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×