Σημασία : 1. το κάτω σαρκώδες άκρο του αυτιού. 2. (ανατ.) το καθένα από τα προεξέχοντα τμήματα στα οποία διαιρούνται με αυλακώσεις ορισμένα όργανα του σώματος: Λοβοί του πνεύμονα / του εγκεφάλου / του ήπατος. 3. (βοτ.) είδος καρπού με σκληρό, υμενώδες περικάρπιο: O καρπός της μπιζελιάς είναι ~.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. λοβός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης