'πολφός, πολφός του δοντιού, οδοντικός πολφός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : πολφός, πολφός του δοντιού, οδοντικός πολφός
Αγγλικά : pulp, dental pulp
Α. πολφός
Σημασία : I. μαλακή και κοκκινωπή ουσία με πολλά νεύρα και αγγεία που βρίσκεται στην κεντρική κοιλότητα του δοντιού: Φλεγμο νή / αφαίρεση του πολφού. II. μαλακή ουσία που βρίσκεται στη σπλήνα.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. πολφός `χυλός με αλεύρι΄ σημδ. γαλλ. pulpe
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αιμορραγία του πολφού
γάγγραινα του πολφού
μυλικός πολφός
Σχετικά κείμενα
4 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.29 δευτερόλεπτα