'νεφρική γλυκοζουρία'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : νεφρική γλυκοζουρία
Αγγλικά : renal glucosuria
Α. άξονας
Σημασία : I1.εξάρτημα μηχανήματος, συνήθ. σε σχήμα ράβδου, που εξυπηρετεί την περιστροφή ή τη στήριξη των τμημάτων μιας κατασκευής. || O μπροστινός / πισινός ~ του αυτοκινήτου, ράβδος που ενώνει τους τροχούς ενός τροχοφόρου. 2. νοητή ευθεία: α. γύρω από την οποία εκτελείται μια περιστροφική κίνηση: O ~ της γης. β. γύρω από την οποία είναι συμμετρικά διατεταγμένη η μάζα ενός σώματος: ~ κυλίνδρου / σφαίρας / κρυστάλλου. || νοητή γραμμή που θεωρητικά ακολουθεί ένα σώμα κατά τη μεγαλύτερή του διάσταση περνώντας από το κέντρο: O ~ του δρόμου. || (επιστ.) ~ φυτού, η νοητή ευθεία που ενώνει την κορυφή του φυτού με τη ρίζα. ~ φακού, η νοητή ευθεία που ενώνει τα κέντρα των δύο επιφανειών του φακού. Oπτικός ~, νοητή ευθεία που ενώνει το κέντρο του κερατοειδούς με την κύρια εστία του οπτικού νεύρου. || (ανατ.) ο δεύτερος αυχενικός σπόνδυλος. γ. με βάση την οποία καθορίζεται το συμμετρικό ενός σημείου: ~ συμμετρίας. ~ των χ. ~ ταλαντώσεως. || σε μια ζωγραφική, γλυπτική, αρχιτεκτονική σύνθεση, η νοητή ευθεία με βάση την οποία δομούνται τα διάφορα στοιχεία της σύνδεσης ή γίνονται μετρήσεις: Διαγώνιος ~. II. (μτφ.) 1. κατευθυντήρια αρχή η οποία καθορίζει τη γενική τάση γύρω από την οποία δομείται ένα θέμα: O κύριος ~ της αμερικάνικης πολιτικής. H έννοια της ελευθερίας είναι ο κεντρικός ~ στην ποίηση του Σολωμού. H συζήτηση οργανώθηκε γύρω από τρεις βασικούς άξονες. || βασική γραμμή κατεύθυνσης ή κίνησης: Oι μεγάλοι οδικοί άξονες. Άξονες κυκλοφορίας. 2. ό,τι συνδέει ως συμμαχικός δεσμός: ~ Mόσχας-Παρισίων. || Άξονας, συμμαχία ανάμεσα στη φασιστική Iταλία και στη χιτλερική Γερμανία: Oι δυνάμεις του Άξονα.
Ετυμολογία : λόγ.: Ι: αρχ. ἄξων, αιτ. -ονα· ΙΙ1: σημδ. γαλλ. axe· ΙΙ2: σημδ. γερμ. Achse
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
άπω νεφρικό σωληνάριο, άπω σωληνάριο
νεφρική αγενεσία, αγενεσία των νεφρών
νεφρική αιματική ροή
νεφρική αιμάτωση
νεφρική ανεπάρκεια
νεφρική αρτηρία
νεφρική βιοψία
νεφρική δεϋδροπεπτιδάση
νεφρική δυσλειτουργία
νεφρική δυσπλασία
νεφρική κάθαρση
νεφρική κάψα
νεφρική κυκλοφορία
νεφρική κύστη, κύστη του νεφρού
νεφρική λειτουργία
νεφρική λοίμωξη
νεφρική οστεοδυστροφία
νεφρική πύελος
νεφρική σωληναριακή οξέωση
νεφρική υποπλασία
νεφρική φλέβα
νεφρικό αγγείο, αγγείο του νεφρού
νεφρικό αιμοφόρο αγγείο, αιμοφόρο αγγείο του νεφρού
νεφρικό αλλομόσχευμα
νεφρικό απόστημα
νεφρικό αρτηριόλιο, αρτηριόλιο του νεφρού
νεφρικό έμφρακτο, έμφρακτο του νεφρού
νεφρικό κύτταρο
νεφρικό μόσχευμα
νεφρικό παρέγχυμα, παρέγχυμα του νεφρού
νεφρικό σωληνάριο, σωληνάριο του νεφρού, ουροφόρο σωληνάριο του νεφρού, ουροφόρο σωληνάριο
νεφρικός/renal
νεφρικός κάλυκας
νεφρικός κολικός, κολικός του νεφρού, κολικός των νεφρών
νεφρόλιθος, νεφρικός λίθος
νεφροπάθεια, νεφρική νόσος, νόσος του νεφρού
νεφροσκλήρυνση, νεφρική σκλήρυνση
νεφροτοξικότητα, νεφρική τοξικότητα
ολιγουρική νεφρική ανεπάρκεια
οξεία νεφρική ανεπάρκεια, ΟΝΑ
χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, ΧΝΑ
Σχετικά κείμενα
48 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.43 δευτερόλεπτα