'συμπαγής'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : συμπαγής
Αγγλικά : compact
Α. συμπαγής -ής -ές
Σημασία : 1.για σώμα που αποτελείται από στοιχεία αδιάσπαστα ενωμένα, έτσι ώστε η μάζα του να είναι πυκνή και αδιαπέραστη: Tο τσιμέντο όταν βραχεί γίνεται συμπαγές. ~ μάζα. Συμπαγές σώ μα / υλικό. || Συμπαγές κτίριο, με μεγάλη αρχιτεκτονική ενότητα. 2. (μτφ.) για ομάδα ατόμων που συνδέονται με ισχυρούς δεσμούς, που είναι ομοιογενείς και αποτελούν ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο: Tο κόμ μα απέφυγε τη διάσπαση και παρέμεινε συμπαγές. Συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί κατοίκησαν τα παράλια της Mικράς Aσίας.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. συμπαγής
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
συμπαγές όργανο
συμπαγές οστό
συμπαγές σπλάγχνο
συμπαγής μάζα
συμπαγής όγκος
Σχετικά κείμενα
24 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.29 δευτερόλεπτα