'αναφυλακτικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : αναφυλακτικός
Αγγλικά : anaphylactic
Α. αναφυλακτικός -ή -ό
Σημασία : (ιατρ.) που έχει σχέση με την αναφυλαξία, που αναφέρεται σ΄ αυτή. || Aναφυλακτικό σοκ, είδος βαριάς αλλεργικής αντίδρασης.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. anaphylactique < anaphylaxie = αναφυλαξία (-tique = -τικός)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αναφυλακτική καταπληξία, αναφυλακτικό shock, αλλεργικό shock
υπερευαισθησία τύπου Ι, αναφυλακτική αντίδραση, αλλεργική αντίδραση
Σχετικά κείμενα
3 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.25 δευτερόλεπτα