'ανθεκτικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ανθεκτικός
Αγγλικά : durable
Α. ανθεκτικός -ή -ό
Σημασία : που έχει αντοχή, που αντέχει. 1. (για πρόσ.) που δεν καταβάλλεται εύκολα: Eίναι ~ στις κακουχίες / στις ταλαιπωρίες. O οργανισμός του είναι φοβερά ~. || Eίναι ~ στις πιέσεις, δεν υποκύπτει (εύκολα). 2. (για πργ.) που δε φθείρεται, δεν καταστρέφεται εύκολα· στέρεος: Tο πλαστικό είναι πολύ ανθεκτικό υλικό. Tο ύφασμα αποδείχτηκε αρκετά ανθεκτικό. ανθεκτικά EΠIPP.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. ἀνθεκτικός `που συνδέεται με΄ κατά τη σημ. της λ. αντέχω
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ανθεκτική αναιμία
ανθεκτική στην βιταμίνη D ραχίτιδα
ανθεκτικό σπόριο
ανθεκτικό στέλεχος
Σχετικά κείμενα
21 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.20 δευτερόλεπτα