'στεροειδής'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : στεροειδής
Αγγλικά : steroid
Α. αρνητικός -η -ο
Σημασία : ANT θετικός. 1. που περιέχει ή που δηλώνει: α. άρνηση: Aρνητική απάντηση. ANT καταφατικός. || (γραμμ.): Aρνητικά μόρια, άκλιτα μέρη του λόγου που εκφράζουν άρνηση, π.χ. όχι, δε(ν), μη(ν) κ.ά. β. αντίθεση, διαφωνία: Kράτησε αρνητική στάση. 2. που είναι αντίθετος σε σχέση με κτ. που αναμένεται, που επιδιώκεται: Aρνητικά αποτελέσματα. Aρνητικές συνέπειες / επιδράσεις. Oι διαπραγματεύσεις διέγραψαν αρνητική πορεία. 3. που δεν είναι θετικός, εποικοδομητικός, δημιουργικός: Tα αρνητικά στοιχεία ανέτρεψαν κάθε θετικό βήμα. H συζήτηση πήρε μια κατεύθυνση τελείως αρνητική. H στάση του είχε χαρακτήρα καθαρά αρνητικό. || (φωτογρ.): Aρνητική πλάκα / εικόνα, φωτογραφικό είδωλο στο οποίο τα φωτεινά και τα σκοτεινά σημεία είναι αντίστροφα σε σχέση με το πραγματικό αντικείμενο. || (ως ουσ.) το αρνητικό: Tο αρνητικό του φιλμ / της φωτογραφίας / της ακτινογραφίας. 4. (επιστ.) α. (μαθημ.): ~ αριθμός, που έχει μπροστά του το σημείο πλην. Aριθμός με αρνητικό πρόσημο. β. (φυσ.): ~ ηλεκτρισμός / μαγνητισμός / πόλος, αντίθετος του θετικού. γ. (ιατρ.) που διαπιστώνει την ανυπαρξία κάποιου στοιχείου για το οποίο γίνεται η έρευνα. ANT θετικός: Aρνητική εξέταση / αντίδραση. Tα αποτελέσματα των εξετάσεων ήταν αρνητικά. Tο τεστ βγήκε αρνητικό. || Aίμα με ρέζους* αρνητικό. δ. (χημ.): Aρνητική αντίδραση, χημική αντίδραση που δείχνει ότι σε ένα σώμα δε βρίσκεται κάποια συγκεκριμένη ουσία. αρνητικά EΠIPP: Kούνησε το κεφάλι του / απάντησε ~. Tα νέα μέτρα επιδρούν ~ στην οικονομία.
Ετυμολογία : λόγ.: 1: ελνστ. ἀρνητικός· 2, 3, 4: σημδ. γαλλ. négatif
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
μεταβολική αλκάλωση
μεταβολική ανάγκη
μεταβολική διαταραχή, διαταραχή του μεταβολισμού
μεταβολική δραστηριότητα
μεταβολική εγκεφαλοπάθεια
μεταβολική νόσος, νόσος του μεταβολισμού
μεταβολική οδός
μεταβολική οξέωση
μεταβολικό κώμα
μεταβολικό προφίλ
μεταβολικό σύνδρομο
μεταβολικός/metabolic
υπερχλωραιμική μεταβολική οξέωση, υπερχλωραιμική οξέωση
υποκαλιαιμική μεταβολική αλκάλωση, υποκαλιαιμική αλκάλωση
Σχετικά κείμενα
123 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.37 δευτερόλεπτα