'γάγγραινα'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : γάγγραινα
Αγγλικά : gangrene
Α. γάγγραινα
Σημασία : 1. τοπική νέκρωση και σήψη ιστών του σώματος: Έπαθε ~ και του έκοψαν το πόδι. 2. (μτφ.) ό,τι φθείρει και καταστρέφει αργά και προοδευτικά: H ~ του φανατισμού. ~ της ψυχής. H φοροδιαφυγή είναι η ~ της οικονομίας μας.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. γάγγραινα
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αεριογόνος γάγγραινα, κλωστηριδιακή κυττάριτς, κλωστηριδιακή μυονέκρωση
γάγγραινα του πολφού
διαβητική γάγγραινα
στρεπτοκοκκική γάγγραινα, γάγγραινα από στρεπτόκοκκο
Σχετικά κείμενα
2 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.17 δευτερόλεπτα