Αναζήτηση / Search

  

 

'βαλβιδικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : βαλβιδικός
Αγγλικά : valvular, valvar


Α. βαλβιδικός -ή -ό

Σημασία : (ιατρ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στις βαλβίδες1β της καρδιάς: Bαλβιδική στένωση.

Ετυμολογία : λόγ. βαλβιδ- (δες βαλβίδα) -ικός μτφρδ. αγγλ. valvular

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

βαλβιδική ανεπάρκεια, ανεπάρκεια βαλβίδαςβαλβιδική αορτική στένωση



Σχετικά κείμενα

4 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.25 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία