'ράχη'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ράχη
Αγγλικά : ridge
Α. ράχη
Σημασία : 1α.το πίσω και πάνω μέρος του κορμού των ανθρώπων, από τον αυχένα ως τη μέση· πλάτη· (πρβ. νώτα): Έχω έναν πόνο στη ~. Στεκόταν όρθιος με τη ~ ακουμπισμένη στον τοίχο. (έκφρ.) γυρίζω / στρέφω τη ~ μου σε κπ., δείχνω περιφρονητική αδιαφορία: Πήγα να του μιλήσω κι αυτός μου γύρισε τη ~. O ποιητικός δημοτικισμός έστρεψε τη ~ του προς την καθαρεύουσα, για να αγκαλιάσει τη γλώσσα του λαού. φορτώνομαι / παίρνω κτ. στη ~ μου, παίρνω όλη την ευθύνη για κτ. δοκιμάζω κτ. στη ~ μου, υπομένω, υφίσταμαι άμεσα τις δυσάρεστες, επαχθείς συνέπειές του. || Έχει (εβδομήντα) χρόνια στη ~ του, είναι (εβδομήντα) χρόνων. β. το πάνω μέρος του κορμού των σπονδυλωτών: H ~ του αλόγου / του ψαριού. 2. κορυφογραμμή: Πίσω απ΄ τις ράχες των βουνών ρόδιζε η μέρα. 3. το τμήμα καθίσματος στο οποίο ακουμπά η πλάτη μας: H ~ της πολυθρόνας / του καναπέ / της καρέκλας. 4. επιφάνεια πράγματος που βρίσκεται στην αντίθετη προς την κύρια όψη πλευρά και που είναι λίγο ή πολύ κυρτή: H ~ του χεριού, η εξωτερική πλευρά της παλάμης. H ~ ενός βιβλίου, η στενή, εξωτερική πλευρά του βιβλίου όπου ενώνονται τα φύλλα του και όπου συνήθ. αναγράφεται ο τίτλος και ο συγγραφέας του. ραχούλα η YΠOKOP στη σημ. 2.
Ετυμολογία : μσν. ράχη < αρχ. ῥάχ(ις) -η· ράχ(η) -ούλα
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
δισχιδής ράχη
ράχη της μύτης
Σχετικά κείμενα
26 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.46 δευτερόλεπτα